Εφηβεία

Εφηβεία

Share

Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη περίοδος κατα την οποία το νεαρό κορίτσι μεταμορφώνεται σταδιακά σε γυναίκα και σηματοδοτείται από σημαντικές αλλαγές στο σώμα και την ενδοκρινολογική λειτουργία της με κυριότερη την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Η εφηβεία αποτελεί μια περίοδο κατά την οποία επισυμβαίνουν πολλές σωματικές, συναισθηματικές και ψυχολογικές αλλαγές σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται η σεξουαλικότητα των νεαρών κοριτσιών, με τη νεαρή γυναίκα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη τόσο απέναντι σε μια πιθανή ανεπιθύμητη κύηση όσο και απέναντι στα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ). Μάλιστα, η διαρκώς μειούμενη ηλικία έναρξης των σεξουαλικών επαφών που παρατηρείται παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, κρίνει επιτακτική την ανάγκη ορθής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης και ενημέρωσης των εφήβων για τη λειτουργία του σώματός τους, για τις μεθόδους προφύλαξης από ΣΜΝ, αλλά και για τις αντισυλληπτικές επιλογές τους.

Σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.), η εφηβεία αποτελεί την ηλικία μεταξύ 11 και 19 ετών, ενώ η Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία θέτει ως ανώτερο ηλικιακό όριο τα 21 έτη.

Η ήβη αφορά τις σωματικές αλλαγές της εφηβείας και ξεκινά μετά τα 8 χρόνια για τα κορίτσια και μετά τα 9 χρόνια για τα αγόρια. Το πρώτο σημάδι ήβης στα κορίτσια είναι συνήθως η θηλαρχή (80%), ωστόσο σε 20% των κοριτσιών η ήβη ξεκινά με την αδρεναρχή. Η έμμηνος ρύση παρουσιάζεται 1-3 χρόνια μετά τη θηλαρχή (συνηθέστερα μεταξύ 12 και 13 ετών), ενώ η αυξητική αιχμή κατά την οποία η ανάπτυξη σε ύψος είναι αξιοσημείωτη (25% του τελικού ύψους) προηγείται και παρατηρείται σε συνήθη ηλικία περί τα 11.5 έτη.

Η εφηβεία χωρίζεται σε τρεις βασικές περιόδους : την πρώϊμη (10-13 έτη), τη μέση (14-17 έτη) και την όψιμη (>17 έτη). Η κάθε μία έχει τα δικά της ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά (Πίνακας 2.2.), ωστόσο θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη ότι είναι αρκετά σύνηθες η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη, να μην συμβαδίζει με τη χρονολογική ηλικία ή τη σωματική ανάπτυξη του εφήβου. Η εκτίμηση του ψυχοκοινωνικού σταδίου είναι πολύ σημαντική, και γίνεται με την παρατήρηση της εμφάνισης και συμπεριφοράς, καθώς και την καταγραφή των απόψεων του/της εφήβου για γενικά θέματα συζήτησης.Για παράδειγμα, ίσως αποδειχθεί επιζήμιο να συζητηθούν λεπτομερώς θέματα σεξουαλικής αγωγής με έναν έφηβο που αν και χρονολογικά ή/και σωματικά ανήκει στη μέση εφηβεία, ψυχοκοινωνικά βρίσκεται στην πρώϊμη και δεν έχει ακόμη συγκεκριμένες ερωτικές ανησυχίες.

Το ερωτικό ενδιαφέρον, ο ρομαντισμός, η έκφραση συναισθημάτων και η γλώσσα του σώματος φυσιολογικά αναπτύσσονται κατά τη μέση κυρίως εφηβεία, ωστόσο γνωσιακά και ψυχοκοινωνικά ο έφηβος δεν είναι έτοιμος να διαχειριστεί όλο το συναισθηματικό, αλλά και οργανικό φορτίο μιας ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής. Εξιδανικεύει το σύντροφο και ενθουσιάζεται εύκολα, απογοητεύεται γρήγορα, οι ρομαντικές σχέσεις του διαρκούν λίγο και είναι πολλές στη σειρά (φαινόμενο serialmonogamy).

Από αρχαιοτάτων χρόνων, η εφηβεία ήταν μια ηλικία περιέργειας και πειραματισμού, σχετικής έλλειψης απόλυτα αντικειμενικού φίλτρου και κριτικής ικανότητας. Αναπτυξιακά ο έφηβος είναι προσκολλημένος στον παρόντα χρόνο, δεν έχει ακόμη κατακτήσει την υποθετική και αφηρημένη σκέψη και σκέφτεται πολύ συγκεκριμένα. Παράλληλα, αμφισβητεί κάθε μορφής εξουσία και πάνω απ’ όλα τη γονεϊκή. Για όλους τους παραπάνω λόγους, στην εφηβεία εμφανίζονται οι συμπεριφορές πειραματισμού ή υψηλού κινδύνου. Αυτά τα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά οριοθετούν την εφηβεία και έχουν ως στόχο την κατάκτηση των βασικών ψυχοκοινωνικών επιτευγμάτων της εφηβικής ηλικίας, δηλαδή την ανεξαρτησία, τη θετική εικόνα εαυτού, την ταυτότητα την ικανότητα δημιουργίας λειτουργικών σχέσεων και τον ρεαλιστικό επαγγελματικό προσανατολισμό.

Ταξινόμηση των σταδίων εφηβικής εξέλιξης στα κορίτσια (κατάταξη Tanner)

ΣτάδιοΤρίχωση ΕφηβαίουΜαστοί
1ΠροεφηβικήΠροεφηβικοί
Αραιή, ανοικτόχρωμη, ευθείες τρίχες – στο έσω όριο των εξωτερικών χειλέωνΟ μαστός και η θηλή ανυψώνονται σαν λοφίσκος, η διάμετρος της άλω αυξάνει
Πιο σκούρες και πυκνές τρίχες, μερικές βοστρυχωτέςΟ μαστός και η άλως διογκώνονται, χωρίς σαφή διαχωρισμό
Τραχιές, βοστρυχωτές, σκούρες τρίχες – τύπου ενηλίκου αλλά λιγότερεςΗ άλως και η θηλή σχηματίζουν δεύτερο λοφίσκο
Ενήλικο γυναικείο τρίγωνο, επεκτείνεται στην έσω πλευρά των μηρώνΏριμοι, η θηλή προεξέχει, η άλως αποτελεί τμήμα του γενικότερου περιγράμματος του μαστού

α) Η αυξητική αιχμή παρατηρείται μεταξύ σταδίου 2 και 3

β) 25% παρουσιάζουν εμμηναρχή σε προχωρημένο στάδιο 3

γ) Οι περισσότερες παρουσιάζουν την εμμηναρχή στο στάδιο 4 (1 έως 3 έτη μετά τη θηλαρχή)

δ) 10% παρουσιάζουν εμμηναρχή στο στάδιο 5

Η εφηβική γυναικολογία είναι ξεχωριστή υποειδικότητα της γυναικολογίας με σκοπό την εξειδικευμένη αντιμετώπιση παιδιών και εφήβων που αντιμετωπίζουν γυναικολογικά προβλήματα, προσφέροντας εξειδικευμένη γνώση. Η συχνότητα και το είδος των προβλημάτων, η διάγνωση και η αντιμετώπιση διαφέρει συνήθως από αυτές που εφαρμόζουμε σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας για αυτό και πρέπει αντιμετώπιση των γυναικολογικών προβλημάτων στις μικρές ηλικίες πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο Παιδογυναικολόγο, που πλαισιώνεται ανά περίπτωση από ομάδα ιατρών άλλων συναφών ειδικοτήτων.

Στα παιδιά το συχνότερο γυναικολογικό πρόβλημα αποτελούν οι κολπίτιδες. Για τη σωστή διάγνωση και θεραπεία απαιτούνται ειδικές τεχνικές, εμπειρία και εξοπλισμός. Άλλα προβλήματα που αφορούν τα παιδιά είναι οι διαταραχές της ήβης με την πρώιμη ήβη να αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα. Επίσης τα τραύματα των έξω γεννητικών οργάνων είναι αρκετά συχνότερα από αυτά των ενηλίκων.

Στις έφηβες τα συχνότερα γυναικολογικά προβλήματα των εφήβων είναι διαταραχές του εμμηνορρυσιακού κύκλου. Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, οι περιπτώσεις δυσλειτουργικής αιμορραγίας της μήτρας στην Εφηβεία, η δυσμηνόρροια, και πολλά άλλα αποτελούν συνήθη προβλήματα. Οι συγγενείς ανωμαλίες διάπλασης του γεννητικού συστήματος γίνονται αντιληπτές συνήθως στην εφηβεία και αντιμετωπίζονται με χειρουργικές, πλαστικές επεμβάσεις. Οι κύστεις στην ωοθήκη είναι ένα ακόμα συνηθισμένο πρόβλημα που πρέπει όμως να αντιμετωπίζεται όσο το δυνατόν πιο συντηρητικά. Πολύ σημαντικό κομμάτι αποτελούν τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα, τα οποία ας σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια βρίσκονται σε έξαρση. Τέλος, πολύ σημαντικά είναι και άλλα θέματα, όπως διαταραχές στην ανάπτυξη των μαστών με κυριότερο πρόβλημα την ανισομαστία, περιπτώσεις ψυχογενούς ανορεξίας, αλλά και άλλων ενδοκρινικών διαταραχών.

Ο ρόλος του γενικού γυναικολόγου στην εφηβεία είναι συνήθως συμβουλευτικός και ενημερωτικός. Λόγω της συνηθισμένης αμφισβήτησης της γονεϊκής εξουσίας οι έφηβες δυσκολεύονται συνήθως να συζητήσουν ανάλογα θέματα με τους γονείς και θα προτείναμε στους γονείς όταν διαισθανθούν ότι τα κορίτσια στην εφηβεία αρχίζουν να έχουν ανησυχίες και ενδιαφέρον για τη μελλοντική σεξουαλική τους ζωή να προγραματίσουν μία συμβουλευτική επίσκεψη στο γυναικολόγο της επιλογής τους.

Ο ιατρός θα αναζητήσει αρχικά να καταλάβει τι απασχολεί κυρίως την έφηβη και πιθανά θέματα προς συζήτηση στην επίσκεψη αυτή θα είναι:

  • Ενημέρωση για τις σωματικές αλλαγές στην εφηβεία.
  • Ενημέρωση για τη λειτουργία του κύκλου και της αναπαραγωγικής λειτουργίας
  • Σεξουαλικής διαπαιδαγώγηση και ενημέρωσης των εφήβων για τη λειτουργία του σώματός τους
  • Συμβουλευτική για τις μεθόδους προφύλαξης από ΣΜΝ, αλλά και για τις αντισυλληπτικές επιλογές τους.

Πηγή:

  1. BrownRT. Σωματική, Γνωστική και Ψυχοκοινωνική Ανάπτυξη των Εφήβων.Στο : Ηolland-HallC, BrownRT. Secrets Εφηβικής Ιατρικής. Επιμέλεια Ελληνικής Έκδοσης : Tσίτσικα Α, Χρούσος Γ. Ιατρικές Εκδόσεις Πασχαλίδης 2005 : 48-57.
  2. PrattHD, TsitsikaA. Fetal, childhood, andadolescentinterventions: Behavioral interventions leading to adult disease prevention. Primary Care: Clinics in Office Practice (Elsevier Publishers). Dec 2007;33(3).
  3. Τσίτσικα Α. Επιτήρηση της υγείας των εφήβων. 38η Θεραπευτική Ενημέρωση, Δελτίο Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών 2005, 52(3): 242-250.
  4. Τσίτσικα Α, Χρούσος Γ. Η υγεία της εφηβικής ηλικίας ως προτεραιότητα της σύγχρονης ιατρικής πραγματικότητας. Δελτίο Α΄ Παιδιατρικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών 2005, 52(4): 370-375.

Αφήστε ένα σχόλιο